Saturday, April 3, 2010

Innermost - Menschenkenntnis


Η ακραία (το περιορίζω) underground σκηνή της χώρας μας ήταν, είναι και δεν ξέρω αν θα είναι μια απ' τις χειρότερες παγκοσμίως. Ελάχιστες σοβαρές κυκλοφορίες, συγκροτήματα που αν δεν ήταν "πατριωτάκια" και τύχαινε από σπόντα να κατεβάσουμε δίσκο τους, με πολλή βία θα τον ακούγαμε ως το τέλος, κλίκες, θαψίματα, η κακή αντιγραφή να βαφτίζεται "επιρροή", η επιρροή να βαφτίζεται "καινοτομία", η καινοτομία να μην υπάρχει στην πραγματικότητα πουθενά.

Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χέριου, παρόλαυτα βρίσκονται. Με ψάξιμο και χρόνο, με τη διάθεση του και στο βάθος του. Είναι ακραίες (το περιορίζω ξανά) μπάντες που ξεχωρίζουν, που τις αναγνωρίζεις από χιλιόμετρα. Είναι αυτές που κάναν δίσκους που, ακούγοντάς τους, σκέφτεσαι "αυτοί αποκλείεται να 'ναι Έλληνες, ειναι ΟΝΤΩΣ καλοί!". Λυπάμαι που στο λέω, άλλα έτσι είναι, ψηλέ μου, κι αν δεν το πιστεύεις, όργωσε τη δισκο-/εμπιθριοθήκη σου (φακελός "Greek Bands" μετά τον "Godflesh") μπας και βρεις πολλούς Homo Iratus, πολλούς The One, πολλούς Dead Congregation, πολλούς Stagnate. Το ερώτημα όμως είναι, αν βρίσκεις εκεί μέσα έστω και ένα folder που λέγεται "Innermost". Αν όχι, συνέχισε να διαβάζεις, γιατί σήμερα θα παρουσιάσουμε ένα δίσκο, ο οποίος όταν βγήκε χώθηκε στο ίδιο τσουβάλι με άλλες κυκλοφορίες, και ίσως έτσι να πέρασε κάπως απαρατήρητος. Το album όμως αυτό, συνεχίζω μέχρι σήμερα να το βάζω να παίζει, και το χαιρετίζω σαν ένα απ' τα καλύτερα και πιο εμπευσμένα μουσικά δείγματα που έχει να επιδείξει η κακομοίρα η Ελλαδίτσα. Γενικά, εμείς οι "νεοψαγμένοι", πολλά εγχώρια προιόντα ακούμε στο ντούκου, με ψεύτικο ενδιαφέρον και αστείο σεβασμό, εδώ όμως μιλάμε για δίσκο που ούτε για επιφανειακές ακροάσεις είναι, ούτε επιοίκια ζητάει.

Το "Menschenkenntnis" (γερμανικά για "ανθρωπογνωσία") κυκλοφόρησε το 2003, από μια μπάντα που ανέτειλε μαζί με την τότε φάση των συγκροτημάτων του συναφιού της Damaged Productions και της Blastbeat Mailmurder (Straighthate, Sun Of Nothing, Stagnate, Konkave) και δυστυχώς έδυσε, μάλλον προσωρινά, αφού οι ίδιοι αναφέρουν ότι ετοιμάζουν καινούρια κομμάτια, μετά απ' αυτό, που αποτέλεσε και το δεύτερο και τελευταίο δισκογραφικό της βήμα, ακολούθώντας το φανταστικό ντέμο "The Concept Of A Self Conflict". Με DIY και hardcore υπόβαθρα, που ο αλαφροίσκιωτος ακροατής θα μπορέσει να νιώσει στο πετσί του κατά την ακρόαση, οι Innermost εδώ βελτιώνουν τον πολύ ενδιαφέροντα ήχο που αρχικά παρουσιάσαν, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα album με σπουδαία τραγούδια, συνθετικά αψεγάδιαστο και τρομερά προσεγμένο, όχι καλό για Ελλάδα, καλό γενικά, που, αν και προδίδεται από τη μέτρια, ελληνική σαν φέτα, παραγωγή, καταφέρνει ακόμα και αυτή την εξ' αμελείας πρωτόγονη ηχητική υφή να την κάνει να μοιάζει καρα-true.

Δίπλα στους Catharsis και τους Converge, οι Innermost συγκαταλέγουν τους Cynic και τους Ved Buens Ende στις επιρροές τους, κι έχοντας κανείς αυτό στο μυαλό ακούγοντας το "Menschenkenntnis", ε ρε πούστη μου, δε γελάει, κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο κατόρθωμα μιας μπάντας που κάνει τέτοιες δηλώσεις. Ένα ελεγχόμενο χάος κυριαρχεί σε όλες τις συνθέσεις του δίσκου, όπου εναλλαγές ρυθμών και riffs χτίζουν μια επιβλητική ατμόσφαιρα, η οποία ενθουσιάζει με την ξερή επιμονή της στο αρνητικό, το κλειστοφοβικό, το επιθετικό, μα και το ευφυώς μελωδικό ταυτόχρονα. Κυριές αφετηρίες το hardcore, το black και το death metal, ήχοι που, περνώντας από ένα φίλτρο έμπνευσης και τεχνικής, χαρακτηριστικό της μπάντας, καταλήγουν γλύκισμα για το αυτί. Grind-άδικες αναμπουμπούλες διαδέχονται επικά, σερνάμενα περάσματα, ενώ κάπου παραδίπλα χαλαρές, ατμοσφαιρικές οάσεις ξεφυτρώνουν μέσα σε μια ξεραΐλα από σπασμωδικές αλλαξο-riff-ιές. Πέρα απ' το ζηλευτό, παντού και πάντα όπως πρέπει, drumming, το συνθετικό ατού των Innermost είναι τα αξιομνημόνευτα riffs, μερικά δε απ' αυτά είναι τόσο πολύ γαμηστερά, ώστε, έτσι όπως σκάνε απ' το πουθενά, μπορούν να σε αποσπάσουν απ' ότιδήποτε κάνεις εκείνη την ώρα, κι ας τα ακούς για εικοστή φορά. Τα φωνητικά, τέλος, δεν θυμίζουν σε καμία περίπτωση το αποτέλεσμα μιας πρόβας για να βρεθεί η σωστή χροιά, δε θέλουν να είναι brutal, δε θέλουν είναι grim, είναι σκέτα, ακαλλώπιστα ουρλιαχτά, ένα και το αυτό με το αγέλαστο τοπίο αυτού του album. Κερασάκι στην φριχτή τούρτα, το υπέροχο και έντονο artwork, που ταιριάζει απόλυτα σε αυτό που είναι το "Menschenkenntnis": μια από τις καλύτερες, τιμιότερες και πιο εντυπωσιακές ελληνικές κυκλοφορίες. Παγκοσμίως!

Ίσως φανεί υπερβολικό αυτό το εγκώμιο, αλλά γιατί να είναι, αφού ούτε μίζα απ' τους Innermost παίρνω, ούτε κανένα απ' τα μέλη της μπάντας γνωρίζω προσωπικά, ούτε είναι η πρώτη φορά που ακούω το δίσκο; Ίσως φανώ μαλάκας, επειδή είμαι αυστηρός με το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής σκηνής, αλλά γιατί να είμαι, αφού απλώς κλαίγομαι επειδή δε μου προσφέρονται τα "θέλω" μου; Κάποιος είπε ότι κριτικός είναι αυτός που δεν έχει τ' αρχίδια να κάνει κάτι δικό του. Δεν κριτικάρω. Δηλώνω γραπτά τη λύπη μου για μια γενικότερη κατάσταση, εγκωμιάζοντας παράλληλα κάποιους λιγοστούς που φέρνουν σε πέρας το, καθώς φαίνεται, δύσκολο έργο να μου προσφέρουν αυτά τα ταπεινά "θέλω" μου, που, ειλικρινά, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το δόσιμο έστω και μιας στάλας της ψυχής του μουσικού στο δημιούργημά του.

Περιμένουμε τα καινούρια κομμάτια των Innermost. Κι αυτό το "περιμένουμε" για μια ελληνική μπάντα, για σκέψου λίγο, εσύ, ο ψηλός, τι κατόρθωμα είναι.

Innermost

Download

Saturday, March 27, 2010

Bad Religion - Into The Unknown

Οι Bad Religion είναι μια απ' τις πλέον αγαπημένες μου μπάντες, η οποία με πήρε στα γόνατα της και με μεγάλωσε από εποχής κασέτας. Αγάπησα ακαριαία τους μετά-Suffer δίσκους, λυπήθηκα με την αποχώρηση του Brett Gurewitz, χάρηκα όταν είδα ότι μπορούν να κάνουν και χωρίς αυτόν, βρήκα τραγούδια που μ' άρεσαν ακόμα και στο "The New America", ξαναχάρηκα όταν επέστρεψε και αγκάλιασα ειλικρινά κάθε απόπειρα εκμοντέρνισμου του ύφους τους. Την ίδια στιγμή που εγώ ενηλικιωνόμουν μαζί με τον ήχο των Bad Religion, μια Θεία Πρόνοια με προστάτευε, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, απ' το να έρθω σε επαφή με το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία του πανκ. Με το χειρότερο εφιάλτη κάθε ανθρώπου που ακούει μουσική, ανεξαρτήτως είδους. Με την τερατογένεση, το έκτρωμα, το σκουπίδι που είναι υπερβολικά ηλίθιο και καθυστερημένο για να γυρίσει στο άκουσμα του ονόματος "Into The Unknown".

Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου, μετά το Τρίγωνο των Βερμούδων και τη σπηλιά του Νταβέλη, μάλλον αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι τελείως αψυχολόγητο αυτό το μουσικό βήμα που επέλεξαν να κάνουν οι Bad Religion, παρόλο που οι ίδιοι εξηγούν εν μέρει αυτή τους την απόφαση, δεδομένου του ότι η μπάντα είχε ξεκινήσει με το πολύ καλό, κλασσικού πανκ ύφους "How Could Hell Be Any Worse?" που ήταν και ο πρώτος της δίσκος. Οι Bad Religion ήταν νέοι και οι σπίθες που έμελλε να πυροδοτήσουν την έκρηξη του hardcore punk στις αρχές των '80s γυρνούσαν ήδη στον αερά, κοντολογίς, όλες οι προϋποθέσεις για μια ομαλή και εντυπωσιακή "σταδιοδρομία" ήταν δεδομένες. Οι Graffin και Gurewitz όμως είχαν άλλα σχέδια.

Οι δύο εικοσάρηδες φίλοι έκριναν ότι το macho attitude που είχε αρχίσει να διέπει τη σκηνή του Los Angeles και η στυλιστική προβατοποίηση των περισσότερων συγκροτημάτων δεν τους εξέφραζε καθόλου. Αποφάσισαν να αδιαφορήσουν για το πώς έπρεπε να ακούγονται και να δημιουργήσουν ένα δίσκο ακριβώς όπως ήθελαν, άγνωστο, βέβαια, για ποιό λόγο θα μπορούσε να θέλει μια μπάντα να ακούγεται έτσι το 1983. Η υλοποίηση αυτού του φόρου τιμής στην ανουσιότητα ξεκινά από τη στιγμή που ο κύριος Brett χαρίζει στον Graffin ένα synthesizer, το οποίο ο δεύτερος χρησιμοποίησε για τη δημιουργία όλων σχεδόν των κομματιών που απαρτίζουν το δίσκο. Συνθετικά έχουμε να κάνουμε με ένα prog rock (με την χειρότερη δυνατή έννοια) ανοσιούργημα με μεγατόνους πλήκτρων, που μοιραία φέρνουν στο νου παλιές διαφημίσεις Merenda και Hemo, όπου παιδάκια παίζουν σκληρή μπάλα, κάνουν σούζες με ποδήλατα κλπ., συνοδεία απαράδεκτου στίχου, που εξυμνεί τη θρεπτικότητα του προιόντος. Συνθέσεις που ακροβατούν ανάμεσα στη χλιαρότητα και στην ακυροσύνη, επίπεδο παίξιμο (κάποιοι κατηγορούν τους Bad Religion ότι είναι μονότονοι, αγνοώντας σε τι επίπεδα μονοτονίας μπόρεσαν να φτάσουν με το "Into The Unknown"), μηδέν επιθετικότητα στα φωνητικά και στους ρυθμούς, δεν ξέρω ρε, ακούω το δίσκο μετά από καιρό και προσπαθώ να τον περιγράψω, αλλά είναι τόσο βαρετός που αδειάζει τον εγκέφαλό μου από κάθε δημιουργική σκέψη και με κάνει φυτό. Χαρακτηριστικά αναφέρω, ότι ο τότε μπασίστας και ο ντράμερ αποχώρησαν διακριτικά πριν καν καλά καλά τελειώσει η ηχογράφηση του πρώτου τραγουδιού.

Παρατάω λοιπόν αυτή την προσπάθεια, αφού η καλλιτεχνική αξία του δίσκου είναι όση και η θρεπτική της Merenda και του Hemo, παρόλο που στον ιδεολογικό και στιχουργικό τομέα, οι Bad Religion του "Into The Unknown" παραμένουν καυστικοί και πιστοί στο διδακτικό τους ύφος, και προχωράω στα πιο ενδιαφέροντα της ιστορίας αυτής της κυκλοφορίας. Κόπηκαν 10.000 κομμάτια και ο Gurewitz αστειευόμενος αναφέρει ότι τους επιστράφηκαν 11.000. Από αυτά, οι ίδιοι οι Bad Religion έκαψαν τελετουργικά μερικές εκατοντάδες, ενώ τα υπόλοιπα φυλάχτηκαν και πουλήθηκαν από κολλητάρια της μπάντας και εν αγνοία της, ούτως ώστε στο τέλος δεν έμειναν παρά μόνο 300. Εννοείται πως ο δίσκος δεν επανακυκλοφόρησε ποτέ, αφού έχει αποκηρυχθεί από τους δημιουργούς του, με αποτέλεσμα σήμερα να θεωρείται υπερσυλλεκτικός. Ο Greg Graffin διατείνεται, ότι στο υπόγειό του βρίσκονται τα master tapes, που ως άλλοι Κθούλουδες, κοιμούνται κι ονειρεύονται, περιμένοντας τη στιγμή που ο κάτοχός τους θα νιώσει την επιθυμία να τα ξαναχρησιμοποιήσει, οπότε θα σημάνουν και την απαρχή ενός καλλιτεχνικού Αρμαγεδδώνα.

Κρίνοντας σήμερα τη σημασία αυτού του δίσκου, βλέπουμε καθαρά ότι είναι ανύπαρκτη, δε μπορούμε πάντως να αρνηθούμε ότι οι Bad Religion με αυτή την κυκλοφορία, πήγαν κόντρα στο ρεύμα που πήγαινε κόντρα στο ρεύμα, κάτι που, αδιαμφισβήτητα, θέλει πολύ θάρρος και αξίζει το σεβασμό, έστω κι αν έχει το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα, έστω κι αν προκύψει μια αθλιότητα τύπου "Into The Unknown". Μπορεί οι Bad Religion, αναγνωρίζοντας το λάθος τους, να επέστρεψαν αμέσως στις ρίζες τους και στο γνώριμό τους στυλ με το EP "Back To The Known" (εξυπνάδες...), από την άλλη, δε βρίσκω και τόσο λάθος, μιας και μιλάμε για hardcore punk, να κανείς ανά πάσα στιγμή αυτό που γουστάρεις, όπως έκαναν τότε οι Gurewitz και Graffin, αδιαφορώντας επιδεικτικά για όλους, ακόμα και γι' αυτούς που τους θεωρούσαν "δικούς τους".

Bad Religion

Download

Wednesday, March 24, 2010

Paintbox - Earth Ball Sports Tournament

Μήνες και μήνες μας έχει φάει η αδράνεια, αμφιβάλλω αν κανενός η ζωή άλλαξε ανακαλύπτοντας δίσκους που προτείναμε εδώ, η επιτυχία μας στις γυναίκες, αν δεν χειροτέρευσε, σίγουρα δεν αυξήθηκε, όμως παρόλαυτα, η νεκρανάσταση του Let's Electrify είναι γεγονός και φυσική απόρροια της πεποίθησής μας, ότι αν ακούσεις ένα δίσκο και θες να γράψεις γι' αυτόν, ε, πρέπει να το κάνεις. Για το λόγο αυτό, παρακαλώ τον έταιρο συνάδελφο να παρατήσει τις υπόλοιπες ιταμές δραστηριότητές του και να παλουκωθεί να ποστάρει και πάλι.

Το μπλογκ αυτό, έχει ασχοληθεί πολλές φορές με μπασταρδοπαίδια του hardcore punk, που είτε ξεχώρισαν με την ευαισθησία και την ποιητική τους προσέγγιση στη μουσική, είτε ξέφυγαν από τα πανκ στεγανά παίζοντας (και κάνοντας) αλλοπρόσαλλα πράματα, είτε τραμπούκισαν κόσμο και κοσμάκη ασπαζόμενα μέταλ τεχνικές και street φιλοσοφίες.

Δεν μπορώ λοιπόν, υποθετικέ μου φίλε, να σκεφτώ καλύτερο τρόπο επαναφοράς αυτής της σελίδας στην ενεργό δράση, από την παρουσίαση του "Earth Ball Sports Tournament" των Γιαπωνέζων Paintbox. Να ξεκαθαρίσω ότι λατρεύω παθολογικά οποιαδήποτε μορφή τέχνης προέρχεται από την Ιαπωνία, από το Γκέτα Ρομπότ μέχρι τις σκηνοθετικές ασέλγειες του Sogo Ishi πάνω στους Einstürzende Neubauten, οπότε η μουσική σκηνή της συγκεκριμένης χώρας δε θα μπορούσε παρά να με ενθουσιάζει και να αποτελεί αντικείμενο εξερευνήσεων μέσα σε ένα δαίδαλο από αντισυμβατικές μουσικές εκφράσεις.

Ήταν, που λέτε, ένας κιθαρίστας, ο Chelsea (Γιαπωνέζος είπαμε). Αυτός ο Chelsea πριν απ' τους Paintbox έπαιζε στους θρύλους του γιαπωνέζικου hardcore Death Side και στους θεούς Poison Arts, οι οποίοι αρχικά ονομάζονταν Poison, πριν τους την πέσουν για λόγους δικαιωμάτων οι γνωστοί Αμερικανοί ποζεράδες. Χαρακτηριστικό του παιξίματος του τύπου, ήταν οι υπερβολικά τεχνικοί και ακριβείς κιθαρισμοί, όχι απλώς επιμεταλλωμένοι αλλά ξεδιάντροπα μεταλλικοί, με άπειρα solos και τρομερά, άριστα εκτελεσμένα riffs, σαφώς επηρεασμένοι από το NWOBHM (παίζει αυτά να τα ακούει ακόμα ένα σωρό κόσμος στην Ιαπωνία). Αυτό το είδος παιξίματος κατάφερνε να το δέσει τέλεια με κλασσικές hardcore φόρμες, όσον αφορά στα τύμπανα, το μπάσο και τα φωνητικά, ούτως ώστε όλοι σιγά σιγά να αρχίσουν να μιλάνε για ένα νέο είδος hardcore: το Burning Spirits. Ναι, αυτή η μουσική ονομάστηκε Burning Spirits. Μόνο στην Ιαπωνία θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, ρε πούστη μου.

Ο Chelsea, ο οποίος από την εποχή των Poison (δεκαετία του '80) ακόμα, έκανε τις πρώτες δειλές κιθαριστικές ακροβασίες του, τελειοποίησε την τέχνη του με το πέρασμα των χρόνων, ώστε έφτασε με τους Paintbox να θεωρείται, εκτός από εφευρέτης του Burning Spirits, ένας μουσικός-φαινόμενο της Γιαπωνέζικης υπόγειας σκηνής. Το αποκορύφωμα του συνθετικού και εκτελεστικού ταλέντου του θεωρείται από πολλούς το "Earth Ball Sports Tournament" του 2000, το οποίο, πέρα από αντιπροσωπευτικό δείγμα του περίεργου ιδιώματος που συζητάμε, αποτελεί και μάθημα πρωτοτυπίας και έμπνευσης για τη hardcore σκηνή παγκοσμίως.

Από πού ξεκινάμε; Απ' τις κιθάρες. Χεβυμεταλλάδικες μέχρι παρεξηγήσεως, με θέματα που άνετα θα μπορούσαν να έχουν θέση στον επόμενο δίσκο ιταλικής μπάντας, τον οποίο θα προσκυνούσαν οι απανταχού επικάδες, μα αντ' αυτού, "χαραμίζονται" δίπλα στο "θόρυβο" των υπολοίπων απροσάρμοστων που απαρτίζουν τους Paintbox. Αρμονική συνύπαρξη γαμηστερής, πάνκικης κουλαμάρας με solos που συνεχίζουν, και συνεχίζουν, και συνεχίζουν, ώσπου τελικά ο ακροατής γλιστράει μαζί με τα δάχτυλα του Chelsea, αγκιστρώνεται στη νότα αγωνιώντας για την επόμενη, παρασυρμένος σ' ένα όργιο μελωδίας που βγαίνει τόσο φυσικά, σα να πρόκειται για τζαμάρισμα του οποίου ο δέκτης νιώθει ότι γίνεται αυτόπτης μάρτυρας. Ο λυρισμός χεράκι-χεράκι με τον τσαμπουκά προσδίδει στoυς Paintbox αυτού του δίσκου μια διαφορετικότητα ουσιαστική και κάνει κατανοήτο το γεγονός, ότι όταν χαρισματικοί εγκέφαλοι κυοφορούν ιδέες, η γέννηση θα συμβεί με κάθε κόστος, ανεξάρτητα του πόσο αυτό μπορεί να ξενίσει κάποιους "πιουρίστες". Δεν είναι τυχαίο που κάτι τέτοια φαινόμενα δεν μεταναστεύουν...

Με τι συνεχίζουμε; Με τα υπόλοιπα. Όχι πως τσουβαλιάζονται έτσι απλά τα επιμέρους στοιχεία του "Earth Ball Sports Tournament", που περιλαμβάνουν απαράμιλλου αντι-κάλλους, βραχνιασμένα φωνητικά στα γιαπωνέζικα, γηπεδικά sing-alongs, ξεσηκωτικό rhythm section, επικά τραγούδια, οργισμένα τραγούδια, χαβαλέ και ριπές θανατερής crust σοβαρότητας εναλλάξ, ο δίσκος είναι ένα παζλ ιδεών που δίνει μια εικόνα του τι θαύματα προκύπτουν, όταν η ιαπωνική εκτελεστική δεινότητα συναντά το συναίσθημα και την επιθυμία δημιουργίας μουσικής, ικανής να μιλήσει στην καρδιά αυτών που έστω και λίγο συγκινούνται από τα αποτελέσματα της έκρηξης του hardcore, αφού αυτός ο δίσκος των Paintbox είναι ποτισμένος με τη ροπή προς το έγκλημα, που μοιράστηκαν οι Bad Brains με τους Minor Threat και τους υπόλοιπους δράστες του ριφιφί στις αρχές των '80s. Η χρήση πνευστών, όπως τρομπέτας και φλογέρας, ένω σε τόσες και τόσες μπάντες ακούγεται στην καλύτερη σαν αστείο, γίνεται εδώ με τέτοιο τρόπο ώστε δημιουργεί μια ζεστή ατμόσφαιρα πλήρους ορχήστρας, κάτι που υπόσχεται εγγυημένη ψυχική ανάταση στους έχοντες αυτιά και επικών διαστάσεων ξενέρωμα στους επιδερμικούς κριτές. Το κομμάτι "Round and Roll" ξεκινάει με σφυρίχτρα... Πιστεύω, ότι ο επίδοξος ακροατής, όχι μόνο των Paintbox, άλλα και του γιαπωνέζικου underground, πρέπει να κατανοήσει ότι μιλάμε για ανθρώπους τελείως διαφορετικούς από μας, εξωγήινους για την αντίληψή μας, που ακόμα και αυτή τη γαμημένη σφυρίχτρα στο "Round and Roll" την κοτσάρουν επειδή γυρνάει στο μυαλό τους, είναι λίθος στο οικοδόμημα της μουσικής τους, και ουδεμία σχέση έχει με Ευρωπαίους avantgarde-άδες υποκριτές ή με Αμερικανούς με όραμα που επισκιάζεται από την αμπαλίασή τους. Όλα, ακόμα και οι αδυναμίες, είναι αληθινά στην Ιαπωνία.

Πώς τελειώνουμε; Με τις αδυναμίες. Με το θάνατο του Chelsea το 2007, ο οποίος φήμες λένε ότι έσκασε απ' το ποτό, αφυδατωμένος και τσακισμένος σωματικά. Τελειώνουμε απότομα, όπως απότομα διακόπηκε η πορεία ενός χαρισμάτικου ανθρώπου, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά, ότι οι χαρισματικοί άνθρωποι έχουν συχνά αυτοκαταστροφικές τάσεις. Ακούστε και προσπαθήστε πρώτα να γνωρίσετε, μετά να εκτιμήσετε και τέλος να αγαπήσετε τα σκόρπια και χαμένα σε δισκοπωλεία και σε μπλογκ κομμάτια της κληρονομιάς του Chelsea, τα οποία ούτε ποτέ πρόκειται να αφυδατωθούν, ούτε κίρρωση του ήπατος να πάθουν. Κάντε του αυτή τη χάρη.

Download

Prank Records

Saturday, June 20, 2009

Blood Circus - Primal Rock Therapy

Με ένα επτάρι και ένα ep μονάχα, οι Blood Circus αποτελούν μια ζωτικής σημασίας μπάντα. Aλλωστε συγκροτήματα όπως Mudhoney και οι Nirvana. έκαναν τις πρώτες τους ζωντανές εμφανίσεις support-άροντας τους εν λόγω κύριους. Ναι για τρίτη συνεχόμενη φορά θα κινηθούμε στην grunge-y σκηνή της εποχής

Ο ήχος των Blood Circus ακολουθεί πίστα το δίπτυχο Black Sabbath/Stooges θυμίζοντας παράλληλα αρκετά συχνά τους εξαιρετικούς The Dicks. Αυτό και μόνο αρκεί για να καταλάβει κάποιος τις διαθέσεις της μπάντας. Δυστυχώς η ανταπόκριση που έλαβαν παρά το αρκετά πετυχημένο όπως όλοι γνωρίζετε προμοτάρισμα της Sub Pop, καθώς και μία περιοδεία με τους φοβερούς και τρομερούς Les thugs, δεν ήταν ενθαρρυντική και έφτασε στο σημείο να διαλύσει το σχήμα που απ’ότι φαίνεται είχε πολλά να δώσει. Αν δεν κάνω λάθος επανασυνδέθηκαν αργότερα δίχως όμως ποτέ να ηχογραφήσουν νέο υλικό. Όλα τους λοιπόν τα τραγούδια περιλαμβάνονται στο Primal Rock Therapy του 1989. Enjoy!

Download

Blood Circus

Sub Pop

Das Damen - Μousetrap (1989)


Αρχικά να ζητήσω ένα συγνώμη από τους αναγνώστες του blog για την όποια καθυστέρηση σε κείμενα. Δεν θα δικαιολογηθώ, έπαιξε μεγάλο ρόλο ο παράγοντας βαρεμάρα. Αυτά λοιπόν για εισαγωγή.

Το Mousetrap του 1989 αποτελεί την τέταρτη δουλειά των Νεουορκέζων Das Damen. Πέντε χρόνια μέτα την δημιουργία τους και κατόπιν τριών δίσκων στην ''θα τα ηχογραφήσουμε όλα'' SST, το εν λόγω άλμπουμ κυκλοφορεί στην φημισμένη Twin Tone.

O ήχος των Damen παραμένει μέχρι και σήμερα μοναδικός. Ελαφρώς μεταλλικός, αρκούντως ψυχεδελικός και κυρίως ποτισμένος από την αλλαγή πορείας που έδωσαν οι Replacements στο punk της εποχής ξεθάβωντας ακόμη παλιότερα πράγματα, αποτελεί μάλλον το αντίπαλο δέος των Dinosaur jr. Και τι εννοώ δηλαδή με αυτό : κιθάρες, κιθάρες, κιθάρες (ok, με μπόλικες ευαισθησίες βέβαια), ιδανικός πρόπομπος του grunge δηλαδή. Μην φανταστείτε βέβαια ιδιαιτέρως σκληρές καταστάσεις, απλώς ρε γαμώτο σε κάνει να απορείς πως στο καλο κατέληξε το σημερινό indie rock σε αυτήν την άνευρη εκδοχή του, αν αναλογιστείς πάντα το ηλεκτρισμένο παρελθόν του. Μάλλον θα έχουν κουράσει βέβαια αυτοί οι παραλληλισμοί οπότε το κόβω εδώ.

Download 

Das Damen

Τwin Tone

Thursday, March 26, 2009

Mansun - Six



O 2ος δίσκος των Mansun αποτελεί ένα τεράστιο ερωτηματικό στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας ή και τι να πω, ίσως στο δικό μου κεφάλι μονάχα. Ο πρώτος δίσκος είναι μια γοητευτική μίξη της brit pop με το glam και την ψυχεδέλεια, ο τρίτος ένας απλός, μεστός ποπ δίσκος, και ο ακυκλοφόρητος τους ονόματι Kleptomania ένα συμπαθητικό φινάλε με συνηθισμένες δομές. Κάποιος ακούγοντας και μόνο τις λέξεις brit pop θα μπορούσε να διαγράψει τον δίσκο σαν να μην υπήρχε ποτέ. Το ξέρω, ίσως και γω σήμερα να αντιδρούσα έτσι.

 Η αλήθεια είναι πως το Six το ανακάλυψα ξανά σήμερα. Πρέπει να είναι η έννατη ή δέκατη φορά που μου συμβαίνει. Και κάθε φορά ρε γαμώτο, ξεπηδούν τα ίδια συναισθήματα. Ίσως με μία μικρή δόση δέους παραπάνω. Ναι δέος, να μια καλή λέξη για να ξεκινήσω να περιγράφω. Αλλα και πάλι , ώρες ώρες δείχνει τόσο απίστευτα ξέκωλο που αδυνατώ να κατανοήσω την πηγή αυτού του συναισθήματος. Ε και τα μούτρα τους εδώ που τα λέμε, δεν σε προδιαθέτουν και για τις μεγαλύτερες καλλιτεχνάρες αυτού του πλάνήτη. Όμως...

Ωραία ας τα πάρουμε απ’την αρχή. Bρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και έχεις κυκλοφορήσει έναν δίσκο όπου έβγαλε 7 (!) hit singles με το ένα να παίζεται σε αρρωστημένο βαθμό παντού. Μπαίνεις στο στούντιο σαν ένα απλό προιόν του hype και λες θα συνεχίσουμε στην ίδια φάση και ποιος ξέρει, μπορεί να γίνουμε οι νέοι U2 (κοινότοπο πλέον, ναι και τότε και πάντα). Αλλά έχεις ταλέντο ρε πούστη. Κάτω απ’τα άθλια hipster-αδικα κουρέματα και την χαζή προώθηση που έχεις φάει ηθελημένα, ξέρεις πως είσαι κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο προσωπικό ικανό να αγγίξει και τον πλέον απαιτητικό μουσικό, ή για να το γενικεύσουμε, κάθε άνθρωπο με μεράκι και γούστο ενός a) επιπέδου. Έχεις φάει τα μούτρα σου όμως. Το ντεμπούτο σου έχει μία ποιότητα μα η υπερπροβολή σου και μόνο την θυσιάζει.  

Προσπαθώ να μπω στο κεφάλι του Paul Draper μα και της υπόλοιπης μπάντας τόση ώρα. Να καταλάβω τι είχε σκεφτεί πίσω απ’την δημιουργία ενός εκ των καλύτερων δίσκων της δεκαετίας του ’90. Προσπαθω να καταλάβω που σκατά βρήκε τόση έμπνευση μαζεμένη ώστε να δέσει το prog rock της των ‘70ς (Television, Cancer) το glam rock (single Version του Six), το art punk (Being a girl), την όπερα (Witness to a murder) και τέλος, τους τόνους ευκολομνημόνευτων μελωδιών(όπου ένα τραγούδι είναι ικανό να γράψει δίσκο ολόκληρο υπό φυσιολογικές συνθήκες). Α και που’στε, όλα αυτά καβαλώντας το βαγόνι της ορθώς αμφισβητούμενης brit pop. Εντάξει δεν λέω, οι Radiohead έριξαν την ιδέα στο τραπέζι, oι Ultrasound μάλλον ξεχάστηκαν και οι Verve πάσχιζαν να γίνουν ανεπιτυχώς κάτι που ποτέ δεν ήταν, εσύ όμως ρε γαμώτο το παίρνεις και το τελειοποιείς. Φτίαχνεις κάτι τόσο απερίγραπτα μεγαλείωδες και του πατάς μια στάμπα που απορεί κανείς πως ξεθώριασε 10 χρόνια μετά... Καλά με οκτάλεπτα τραγούδια και ένα στιχουργικό concept βασισμένο στον Marx, λογικό μου ακούγεται το παίρνω πίσω. Aκούω τώρα το Βlown it. Με έχει στοιχείωσει τι να πω, θα καταντήσω πιο γραφικός απ’ότι μπορεί να φαίνομαι ήδη.

Πολλοί θα απομακρυνθούν εύκολα από μία τέτοια περιγραφή. Άλλοι πάλι θα σπεύσουν να ακούσουν από περιέργεια και θα έχουν παρόμοια κατάληξη. Είμαι πεπεισμένος όμως πως το Six πέρα απ’την φαινομενική αφέλεια που κυνηγά τόσο καιρό το όνομα των Mansun, είναι ένας γαμημένα αριστουργηματικός δίσκός. Είναι το άλμπουμ που σε όποια μουσική φάση και αν βρίσκομαι θα με καθηλώσει όπως την πρώτη φορά που το άκουσα ανήμπορος να αντιδράσω. Με πείθει πως θα νιώσω πάλι το ίδιο σε λίγα χρόνια (;) όταν θα το ξαναξεθάψω. Είναι σύντροφος ζωής.

Νοbody cares when you’re gone…

Wednesday, March 4, 2009

Swallow - St



Γνωρίζουμε τις πέντε, έξι, άντε επτά μπάντες του ''grunge'' και τρέχουμε να το καλουπώσουμε ως ιδίωμα. Η αλήθεια είναι πως οι ίδιοι μουσικοί που απαρτίζουν τις πέντε, έξι, άντε επτά μπάντες που λαμβάνουν καθολική αναγνώριση θα μας έλεγαν πως θα έπρεπε να θεοποιήσουμε πρώτα τον μισό κατάλογο της Amphetamine Reptile, τους αφανείς ήρωες της hardcore σκηνής όπως Dicks, Flipper, Μdc και στην συνέχεια τους προπάτορες της τοπικής μουσικής σκηνής του Seattle, δηλαδή τους U-men, Skin Yard, Bundle of Hiss και ο κατάλογος συνεχίζεται. Το alternative rock της εποχής μπορεί να γιγαντώθηκε επί εποχής Sub Pop πολλοί όμως έμειναν στην απέξω. Για άλλους αυτό είναι κάτι θεμιτό ενώ για κάποιους άλλους που δείχνουν να μην ενδιαφέρονται και ιδιαίτερα, κάτι το συνηθισμένο.


Oι Swallow είναι ακόμη μία σπουδαία μπάντα που δεν τα κατάφερε, σε εμπορικό τουλάχιστον επίπεδο (το παλεύει ακόμη βέβαια, δείτε τα links που συνοδεύουν το κείμενο). Το ντεμπούτο τους που παρουσιάζουμε εδώ, είναι ένα σχεδόν αριστουργηματικό rock'n roll μανιφέστο. Με ήχο πολύ κοντά στους συντοπίτες τους Mudhoney και garage/punk πινελιές που φέρνουν στο μυαλό σπουδαίες μπάντες όπως τους Union Carbide Productions, αποτελεί το ιδανικό backround για έναν τύπο που θέλει να μπεκροπίνει ακόμα και στην τουαλέτα. Οk, μάλλον υπερβάλλω γιατί αντλώ έμπνευση από προσωπικές εμπειρίες... όπως και να χει, τραγούδια σαν τα ''Coffin'', ''Ζοο'' & ''Cold'' με κάνουν να θέλω να ζήσω την πιο ξέφρενη ζωή, ενώ άλλα όπως το ''Hard'' με σοβαρεύουν ξαφνικά και λέω να αρχίσω να νοικοκυρεύομαι για να μην καώ εντελώς.

Συνηθίζω να μην λέω πολλά αλλά συγνώμη, εσείς πιστεύετε ότι τέτοιοι δίσκοι σηκώνουν ανάλυση;

Εντάξει λοιπόν.

Download

Swallow

Flotation