Saturday, March 27, 2010

Bad Religion - Into The Unknown

Οι Bad Religion είναι μια απ' τις πλέον αγαπημένες μου μπάντες, η οποία με πήρε στα γόνατα της και με μεγάλωσε από εποχής κασέτας. Αγάπησα ακαριαία τους μετά-Suffer δίσκους, λυπήθηκα με την αποχώρηση του Brett Gurewitz, χάρηκα όταν είδα ότι μπορούν να κάνουν και χωρίς αυτόν, βρήκα τραγούδια που μ' άρεσαν ακόμα και στο "The New America", ξαναχάρηκα όταν επέστρεψε και αγκάλιασα ειλικρινά κάθε απόπειρα εκμοντέρνισμου του ύφους τους. Την ίδια στιγμή που εγώ ενηλικιωνόμουν μαζί με τον ήχο των Bad Religion, μια Θεία Πρόνοια με προστάτευε, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, απ' το να έρθω σε επαφή με το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία του πανκ. Με το χειρότερο εφιάλτη κάθε ανθρώπου που ακούει μουσική, ανεξαρτήτως είδους. Με την τερατογένεση, το έκτρωμα, το σκουπίδι που είναι υπερβολικά ηλίθιο και καθυστερημένο για να γυρίσει στο άκουσμα του ονόματος "Into The Unknown".

Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου, μετά το Τρίγωνο των Βερμούδων και τη σπηλιά του Νταβέλη, μάλλον αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι τελείως αψυχολόγητο αυτό το μουσικό βήμα που επέλεξαν να κάνουν οι Bad Religion, παρόλο που οι ίδιοι εξηγούν εν μέρει αυτή τους την απόφαση, δεδομένου του ότι η μπάντα είχε ξεκινήσει με το πολύ καλό, κλασσικού πανκ ύφους "How Could Hell Be Any Worse?" που ήταν και ο πρώτος της δίσκος. Οι Bad Religion ήταν νέοι και οι σπίθες που έμελλε να πυροδοτήσουν την έκρηξη του hardcore punk στις αρχές των '80s γυρνούσαν ήδη στον αερά, κοντολογίς, όλες οι προϋποθέσεις για μια ομαλή και εντυπωσιακή "σταδιοδρομία" ήταν δεδομένες. Οι Graffin και Gurewitz όμως είχαν άλλα σχέδια.

Οι δύο εικοσάρηδες φίλοι έκριναν ότι το macho attitude που είχε αρχίσει να διέπει τη σκηνή του Los Angeles και η στυλιστική προβατοποίηση των περισσότερων συγκροτημάτων δεν τους εξέφραζε καθόλου. Αποφάσισαν να αδιαφορήσουν για το πώς έπρεπε να ακούγονται και να δημιουργήσουν ένα δίσκο ακριβώς όπως ήθελαν, άγνωστο, βέβαια, για ποιό λόγο θα μπορούσε να θέλει μια μπάντα να ακούγεται έτσι το 1983. Η υλοποίηση αυτού του φόρου τιμής στην ανουσιότητα ξεκινά από τη στιγμή που ο κύριος Brett χαρίζει στον Graffin ένα synthesizer, το οποίο ο δεύτερος χρησιμοποίησε για τη δημιουργία όλων σχεδόν των κομματιών που απαρτίζουν το δίσκο. Συνθετικά έχουμε να κάνουμε με ένα prog rock (με την χειρότερη δυνατή έννοια) ανοσιούργημα με μεγατόνους πλήκτρων, που μοιραία φέρνουν στο νου παλιές διαφημίσεις Merenda και Hemo, όπου παιδάκια παίζουν σκληρή μπάλα, κάνουν σούζες με ποδήλατα κλπ., συνοδεία απαράδεκτου στίχου, που εξυμνεί τη θρεπτικότητα του προιόντος. Συνθέσεις που ακροβατούν ανάμεσα στη χλιαρότητα και στην ακυροσύνη, επίπεδο παίξιμο (κάποιοι κατηγορούν τους Bad Religion ότι είναι μονότονοι, αγνοώντας σε τι επίπεδα μονοτονίας μπόρεσαν να φτάσουν με το "Into The Unknown"), μηδέν επιθετικότητα στα φωνητικά και στους ρυθμούς, δεν ξέρω ρε, ακούω το δίσκο μετά από καιρό και προσπαθώ να τον περιγράψω, αλλά είναι τόσο βαρετός που αδειάζει τον εγκέφαλό μου από κάθε δημιουργική σκέψη και με κάνει φυτό. Χαρακτηριστικά αναφέρω, ότι ο τότε μπασίστας και ο ντράμερ αποχώρησαν διακριτικά πριν καν καλά καλά τελειώσει η ηχογράφηση του πρώτου τραγουδιού.

Παρατάω λοιπόν αυτή την προσπάθεια, αφού η καλλιτεχνική αξία του δίσκου είναι όση και η θρεπτική της Merenda και του Hemo, παρόλο που στον ιδεολογικό και στιχουργικό τομέα, οι Bad Religion του "Into The Unknown" παραμένουν καυστικοί και πιστοί στο διδακτικό τους ύφος, και προχωράω στα πιο ενδιαφέροντα της ιστορίας αυτής της κυκλοφορίας. Κόπηκαν 10.000 κομμάτια και ο Gurewitz αστειευόμενος αναφέρει ότι τους επιστράφηκαν 11.000. Από αυτά, οι ίδιοι οι Bad Religion έκαψαν τελετουργικά μερικές εκατοντάδες, ενώ τα υπόλοιπα φυλάχτηκαν και πουλήθηκαν από κολλητάρια της μπάντας και εν αγνοία της, ούτως ώστε στο τέλος δεν έμειναν παρά μόνο 300. Εννοείται πως ο δίσκος δεν επανακυκλοφόρησε ποτέ, αφού έχει αποκηρυχθεί από τους δημιουργούς του, με αποτέλεσμα σήμερα να θεωρείται υπερσυλλεκτικός. Ο Greg Graffin διατείνεται, ότι στο υπόγειό του βρίσκονται τα master tapes, που ως άλλοι Κθούλουδες, κοιμούνται κι ονειρεύονται, περιμένοντας τη στιγμή που ο κάτοχός τους θα νιώσει την επιθυμία να τα ξαναχρησιμοποιήσει, οπότε θα σημάνουν και την απαρχή ενός καλλιτεχνικού Αρμαγεδδώνα.

Κρίνοντας σήμερα τη σημασία αυτού του δίσκου, βλέπουμε καθαρά ότι είναι ανύπαρκτη, δε μπορούμε πάντως να αρνηθούμε ότι οι Bad Religion με αυτή την κυκλοφορία, πήγαν κόντρα στο ρεύμα που πήγαινε κόντρα στο ρεύμα, κάτι που, αδιαμφισβήτητα, θέλει πολύ θάρρος και αξίζει το σεβασμό, έστω κι αν έχει το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα, έστω κι αν προκύψει μια αθλιότητα τύπου "Into The Unknown". Μπορεί οι Bad Religion, αναγνωρίζοντας το λάθος τους, να επέστρεψαν αμέσως στις ρίζες τους και στο γνώριμό τους στυλ με το EP "Back To The Known" (εξυπνάδες...), από την άλλη, δε βρίσκω και τόσο λάθος, μιας και μιλάμε για hardcore punk, να κανείς ανά πάσα στιγμή αυτό που γουστάρεις, όπως έκαναν τότε οι Gurewitz και Graffin, αδιαφορώντας επιδεικτικά για όλους, ακόμα και γι' αυτούς που τους θεωρούσαν "δικούς τους".

Bad Religion

Download

Wednesday, March 24, 2010

Paintbox - Earth Ball Sports Tournament

Μήνες και μήνες μας έχει φάει η αδράνεια, αμφιβάλλω αν κανενός η ζωή άλλαξε ανακαλύπτοντας δίσκους που προτείναμε εδώ, η επιτυχία μας στις γυναίκες, αν δεν χειροτέρευσε, σίγουρα δεν αυξήθηκε, όμως παρόλαυτα, η νεκρανάσταση του Let's Electrify είναι γεγονός και φυσική απόρροια της πεποίθησής μας, ότι αν ακούσεις ένα δίσκο και θες να γράψεις γι' αυτόν, ε, πρέπει να το κάνεις. Για το λόγο αυτό, παρακαλώ τον έταιρο συνάδελφο να παρατήσει τις υπόλοιπες ιταμές δραστηριότητές του και να παλουκωθεί να ποστάρει και πάλι.

Το μπλογκ αυτό, έχει ασχοληθεί πολλές φορές με μπασταρδοπαίδια του hardcore punk, που είτε ξεχώρισαν με την ευαισθησία και την ποιητική τους προσέγγιση στη μουσική, είτε ξέφυγαν από τα πανκ στεγανά παίζοντας (και κάνοντας) αλλοπρόσαλλα πράματα, είτε τραμπούκισαν κόσμο και κοσμάκη ασπαζόμενα μέταλ τεχνικές και street φιλοσοφίες.

Δεν μπορώ λοιπόν, υποθετικέ μου φίλε, να σκεφτώ καλύτερο τρόπο επαναφοράς αυτής της σελίδας στην ενεργό δράση, από την παρουσίαση του "Earth Ball Sports Tournament" των Γιαπωνέζων Paintbox. Να ξεκαθαρίσω ότι λατρεύω παθολογικά οποιαδήποτε μορφή τέχνης προέρχεται από την Ιαπωνία, από το Γκέτα Ρομπότ μέχρι τις σκηνοθετικές ασέλγειες του Sogo Ishi πάνω στους Einstürzende Neubauten, οπότε η μουσική σκηνή της συγκεκριμένης χώρας δε θα μπορούσε παρά να με ενθουσιάζει και να αποτελεί αντικείμενο εξερευνήσεων μέσα σε ένα δαίδαλο από αντισυμβατικές μουσικές εκφράσεις.

Ήταν, που λέτε, ένας κιθαρίστας, ο Chelsea (Γιαπωνέζος είπαμε). Αυτός ο Chelsea πριν απ' τους Paintbox έπαιζε στους θρύλους του γιαπωνέζικου hardcore Death Side και στους θεούς Poison Arts, οι οποίοι αρχικά ονομάζονταν Poison, πριν τους την πέσουν για λόγους δικαιωμάτων οι γνωστοί Αμερικανοί ποζεράδες. Χαρακτηριστικό του παιξίματος του τύπου, ήταν οι υπερβολικά τεχνικοί και ακριβείς κιθαρισμοί, όχι απλώς επιμεταλλωμένοι αλλά ξεδιάντροπα μεταλλικοί, με άπειρα solos και τρομερά, άριστα εκτελεσμένα riffs, σαφώς επηρεασμένοι από το NWOBHM (παίζει αυτά να τα ακούει ακόμα ένα σωρό κόσμος στην Ιαπωνία). Αυτό το είδος παιξίματος κατάφερνε να το δέσει τέλεια με κλασσικές hardcore φόρμες, όσον αφορά στα τύμπανα, το μπάσο και τα φωνητικά, ούτως ώστε όλοι σιγά σιγά να αρχίσουν να μιλάνε για ένα νέο είδος hardcore: το Burning Spirits. Ναι, αυτή η μουσική ονομάστηκε Burning Spirits. Μόνο στην Ιαπωνία θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, ρε πούστη μου.

Ο Chelsea, ο οποίος από την εποχή των Poison (δεκαετία του '80) ακόμα, έκανε τις πρώτες δειλές κιθαριστικές ακροβασίες του, τελειοποίησε την τέχνη του με το πέρασμα των χρόνων, ώστε έφτασε με τους Paintbox να θεωρείται, εκτός από εφευρέτης του Burning Spirits, ένας μουσικός-φαινόμενο της Γιαπωνέζικης υπόγειας σκηνής. Το αποκορύφωμα του συνθετικού και εκτελεστικού ταλέντου του θεωρείται από πολλούς το "Earth Ball Sports Tournament" του 2000, το οποίο, πέρα από αντιπροσωπευτικό δείγμα του περίεργου ιδιώματος που συζητάμε, αποτελεί και μάθημα πρωτοτυπίας και έμπνευσης για τη hardcore σκηνή παγκοσμίως.

Από πού ξεκινάμε; Απ' τις κιθάρες. Χεβυμεταλλάδικες μέχρι παρεξηγήσεως, με θέματα που άνετα θα μπορούσαν να έχουν θέση στον επόμενο δίσκο ιταλικής μπάντας, τον οποίο θα προσκυνούσαν οι απανταχού επικάδες, μα αντ' αυτού, "χαραμίζονται" δίπλα στο "θόρυβο" των υπολοίπων απροσάρμοστων που απαρτίζουν τους Paintbox. Αρμονική συνύπαρξη γαμηστερής, πάνκικης κουλαμάρας με solos που συνεχίζουν, και συνεχίζουν, και συνεχίζουν, ώσπου τελικά ο ακροατής γλιστράει μαζί με τα δάχτυλα του Chelsea, αγκιστρώνεται στη νότα αγωνιώντας για την επόμενη, παρασυρμένος σ' ένα όργιο μελωδίας που βγαίνει τόσο φυσικά, σα να πρόκειται για τζαμάρισμα του οποίου ο δέκτης νιώθει ότι γίνεται αυτόπτης μάρτυρας. Ο λυρισμός χεράκι-χεράκι με τον τσαμπουκά προσδίδει στoυς Paintbox αυτού του δίσκου μια διαφορετικότητα ουσιαστική και κάνει κατανοήτο το γεγονός, ότι όταν χαρισματικοί εγκέφαλοι κυοφορούν ιδέες, η γέννηση θα συμβεί με κάθε κόστος, ανεξάρτητα του πόσο αυτό μπορεί να ξενίσει κάποιους "πιουρίστες". Δεν είναι τυχαίο που κάτι τέτοια φαινόμενα δεν μεταναστεύουν...

Με τι συνεχίζουμε; Με τα υπόλοιπα. Όχι πως τσουβαλιάζονται έτσι απλά τα επιμέρους στοιχεία του "Earth Ball Sports Tournament", που περιλαμβάνουν απαράμιλλου αντι-κάλλους, βραχνιασμένα φωνητικά στα γιαπωνέζικα, γηπεδικά sing-alongs, ξεσηκωτικό rhythm section, επικά τραγούδια, οργισμένα τραγούδια, χαβαλέ και ριπές θανατερής crust σοβαρότητας εναλλάξ, ο δίσκος είναι ένα παζλ ιδεών που δίνει μια εικόνα του τι θαύματα προκύπτουν, όταν η ιαπωνική εκτελεστική δεινότητα συναντά το συναίσθημα και την επιθυμία δημιουργίας μουσικής, ικανής να μιλήσει στην καρδιά αυτών που έστω και λίγο συγκινούνται από τα αποτελέσματα της έκρηξης του hardcore, αφού αυτός ο δίσκος των Paintbox είναι ποτισμένος με τη ροπή προς το έγκλημα, που μοιράστηκαν οι Bad Brains με τους Minor Threat και τους υπόλοιπους δράστες του ριφιφί στις αρχές των '80s. Η χρήση πνευστών, όπως τρομπέτας και φλογέρας, ένω σε τόσες και τόσες μπάντες ακούγεται στην καλύτερη σαν αστείο, γίνεται εδώ με τέτοιο τρόπο ώστε δημιουργεί μια ζεστή ατμόσφαιρα πλήρους ορχήστρας, κάτι που υπόσχεται εγγυημένη ψυχική ανάταση στους έχοντες αυτιά και επικών διαστάσεων ξενέρωμα στους επιδερμικούς κριτές. Το κομμάτι "Round and Roll" ξεκινάει με σφυρίχτρα... Πιστεύω, ότι ο επίδοξος ακροατής, όχι μόνο των Paintbox, άλλα και του γιαπωνέζικου underground, πρέπει να κατανοήσει ότι μιλάμε για ανθρώπους τελείως διαφορετικούς από μας, εξωγήινους για την αντίληψή μας, που ακόμα και αυτή τη γαμημένη σφυρίχτρα στο "Round and Roll" την κοτσάρουν επειδή γυρνάει στο μυαλό τους, είναι λίθος στο οικοδόμημα της μουσικής τους, και ουδεμία σχέση έχει με Ευρωπαίους avantgarde-άδες υποκριτές ή με Αμερικανούς με όραμα που επισκιάζεται από την αμπαλίασή τους. Όλα, ακόμα και οι αδυναμίες, είναι αληθινά στην Ιαπωνία.

Πώς τελειώνουμε; Με τις αδυναμίες. Με το θάνατο του Chelsea το 2007, ο οποίος φήμες λένε ότι έσκασε απ' το ποτό, αφυδατωμένος και τσακισμένος σωματικά. Τελειώνουμε απότομα, όπως απότομα διακόπηκε η πορεία ενός χαρισμάτικου ανθρώπου, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά, ότι οι χαρισματικοί άνθρωποι έχουν συχνά αυτοκαταστροφικές τάσεις. Ακούστε και προσπαθήστε πρώτα να γνωρίσετε, μετά να εκτιμήσετε και τέλος να αγαπήσετε τα σκόρπια και χαμένα σε δισκοπωλεία και σε μπλογκ κομμάτια της κληρονομιάς του Chelsea, τα οποία ούτε ποτέ πρόκειται να αφυδατωθούν, ούτε κίρρωση του ήπατος να πάθουν. Κάντε του αυτή τη χάρη.

Download

Prank Records